- λακωνομανώ
- λακωνομανῶ, -έω (Α)κωμ. τρέφω υπερβολική αγάπη προς τους Λακεδαιμονίους και την επιδεικυύω, πάσχω από λακωνομανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λάκων + μανῶ (< -μανής < θ. μαν-, πρβλ. αόρ. ἐ-μάν-ην < τού μαίνομαι), πρβλ. λυσσο-μανώ, οχλο-μανώ].
Dictionary of Greek. 2013.